- μπούκλα
- boucle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπούκλα — η (Μ μπούκλα και πούκλα) νεοελλ. κατσαρωμένη τούφα μαλλιών, βόστρυχος μσν. 1. πόρπη 2. ξύλινο δοχείο κρασιού 3. σύνδεσμος τών δύο τμημάτων τής ίγγλας, τής ζώνης με την οποία δένεται το σαμάρι στο υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boucle < λατ.… … Dictionary of Greek
μπούκλα — η (λ. γαλλ.), κατσαρωμένο μαλλί, ο βόστρυχος: Πήγα στο κομμωτήριο να κάνω τα μαλλιά μου μπούκλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
ανέλιγμα — ἀνέλιγμα, το (Α) 1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα 2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα … Dictionary of Greek
βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
επιστροφίς — ἐπιστροφίς, ἡ (Α) [επίστροφος] 1. εξαρθρωμένη ή παραμορφωμένη οσφύς 2. μπούκλα μαλλιού … Dictionary of Greek
εύμαλλος — εὔμαλλος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από καλό μαλλί («εὔμαλλος μίτρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλλός «μπούκλα μαλλιού»] … Dictionary of Greek
καταβοστρυχώ — καταβοστρυχῶ, όω (Α) 1. πλέκω τα μαλλιά μου 2. παθ. καταβοστρυχοῡμαι, όομαι γίνομαι βοστρυχώδης, γίνομαι κατσαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοστρυχῶ (< βόστρυχος «μπούκλα»)] … Dictionary of Greek